- χόλος
- χόλ-ος, ὁ, rarely in physical sense (= later χολή),A gall, bile,
χόλῳ ἄρα σ' ἔτρεφε μήτηρ Il.16.203
.II generally, metaph., gall, bitter anger, wrath,οὐκ Ἀχιλῆϊ χ. φρεσίν Il.2.241
;φρενῶν χ. E.Med.1266
(lyr.);χ. καὶ μῆνις Il.15.122
;χ. λάβε τινά 1.387
, etc.;χ. ἔδυ τινά 9.553
;χ. δάμασσέ τινα 18.119
;χ. ᾕρει τινά 4.23
;χ. ἔμπεσε θυμῷ 9.436
, etc.; χ. ἔχει θυμόν ib.675; ὅτε χ. ἵκοι τινά ib.525; οἰδάνεται κραδίη χόλῳ ib.646; χόλον πέσσειν, καταπέσσειν (v. sub vocc.); σβέσσαι χ. ib.678;παῦσαι 1.192
, etc.;ἐᾶν 9.260
;μεθέμεν 1.283
;ἐξακέσασθαι 4.36
, Od.3.145;ἐκ χόλου μεταστρέψαι ἦτορ Il.10.107
; χόλοιο μεταλήγειν (v. sub voc.);λήγειν Hes.Th.221
; χόλου παύθη ib.533;ἐκ δὲ χόλω τῶδε λαθοίμεθα Alc.Supp.23.9
;λωφῆσαι A.Pr.378
;πόσει πάρες χόλον E.IA1609
; opp.ἐν θυμῷ βάλλεσθαί τινι χόλον Il.14.50
;χ. ἔνθεο θυμῷ 6.326
;χ. ἐνέχειν τινί Hdt.1.118
, 6.119, 8.27;ἔχειν τινί E.Hec.1118
;ὄρσαι Pi.P.11.23
;κινεῖν E.Med.99
(anap.);Τυφὼς ἐξαναζέσει χ. A.Pr.372
; χόλου ἄρξασθαι ib.201: c. gen. subj., a person's rage, χ. Ἥρης, Ἀθηναίης, Il.18.119 (v. supr.), Od.3.145 (v. supr.): also c. gen. obj., anger towards or because of a person, Il.6.335, 15.138; or anger for, because of a thing,τίνος χόλον κατ' αὐτῶν ἐγκαλῶν ἐλήλυθας; S.Ph.328
;ὧν ἔχων χ. Id.Tr.269
: also ὄφραἑ . . χόλου . . ἀθανάτοις παύσειεν h.Cer.350
, cf. 410, E.HF840.2 bitterness,ἔριδος χ. Sol.4.39
.3 cause of anger, AP11.381 (Pall.) —In Prose used only by Hdt. and late writers, as Luc.Am.2. (On the Root, v. χολή.)
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.